κουτσουμπός

κουτσουμπός
και κουτσουμπλός, -ή, -ό
1. αυτός που έχει κομμένη κορυφή
2. ακέφαλος ή κολοβός, αυτός που τού λείπει η αρχή ή το τέλος («κουτσουμπή μύτη» — η σιμή, η πλατσουκωτή μύτη).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μεγίστη ή Καστελλόριζο — Νησί (8,88 τ. χλμ., 406 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους. Βρίσκεται 72 ναυτικά μίλια Α της Ρόδου, απέναντι από τις νοτιοδυτικές ακτές της Μικράς Ασίας. Υπάγεται διοικητικά στον νομό Δωδεκανήσου. Το ψηλότερο σημείο του νησιού είναι η κορυφή Βίλλα (271 μ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”